ΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΟΣ

ΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΟΣ
ΚΕΙΜΕΝΟΠΟΙΟΣ...

Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ

 ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ προσωπογραφία








ΕΡΩΤΟΠΛΑΣΜΕΝΟΙ












ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΦΗ - ΠΡΟ∆ΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΓΩΝΙΑΝΟ ΑΡΧΕΙΟ
Χρόνος 2ος Τεύχος 4ο Μάρτιος 2005

ΕΤΗΣΙΑ ΕΚ∆ΟΣΗ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΑΠΛΑΤΑΝΟΣ
Μανώλης Παπαδάκης Παλαιών Φωκών 35 54454 Θεσσαλονίκη




ΕΡΓΑ ΤΟΥ Ι∆ΙΟΥ

ΓΩΝΙΕΣ, Ένα ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο,

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΑΠΛΑΤΑΝΟΣ 2001

Ιστορία της Κρητικής Μουσικής στον 20ο αιώνα,

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΖΗΤΗ 2002

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1980 – 2000 
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΖΗΤΗ 2003




















2








   ΜΙΑ ∆ΙΑΜΟΡΦΟΥΜΕΝΗ ΑΡΧΗ



   Όταν ξεκινούσε πριν από χρόνια η παρατήρησή μου στην Κρητική 
μαντινάδα, κι αρχής γινομένης από το μεγαλούργημα του Κορνάρου,
έβρισκα ενδιάμεσα τις μεγάλες κορυφωματικές στιγμές της Κρητικής 
ιστορίας, συνοδό και προπομπό μιας λογοτεχνικής αφύπνισης.


   Αυτό συνέβη και την επαύριο της οριστικής απελευθέρωσης της Κρήτης.



   Ήρθαν στο φως και δημοσιεύτηκαν, λογοτεχνικά και ιστορικά επιτεύγματα, ερμηνείες και κριτικές.

   Έλλειψε σ’ ένα μεγάλο βαθμό η καινούργια λογοτεχνική παραγωγή, κι επικράτησε ο ένδοξος απολογισμός κι η επαναλαμβανόμενη ρητορεία του κλέους των προγόνων.


   Αυτή την άνιση κατανομή παρακολουθώντας, θέλησα να κάνω μια μικρή προεισαγωγή - αναφορά στην Κρητική μαντινάδα, με σκοπό να τοποθετήσω 100 δικές μου μαντινάδες μέσα σ’ αυτό τον ιστορικό καμβά, να ισοζυγιάσω και γιατί όχι να διεκπεραιώσω ένα αρχεγονικό μου καθήκον, να ποιήσω μέριμνα και να μπω στο σεβντά.

   Ν’ αφηγηθώ τη μικρή μου αυτή μυθιστορία, απαρτιζόμενη από Κρητικούς στίχους.


   Όμως ταυτόχρονα θα έπρεπε να αναφερθώ στην εποχή μου, εκείνη της μεταπολίτευσης, στη γενέτειρά μου, τις Γωνιές στο Μαλεβύζι, στις πηγές μου, και τέλος να πειστώ πως το εγχείρημα αυτό θ’ άξιζε πραγματικά τον κόπο.

   Γιατί συνεχώς έβλεπα να βαραίνει μια επιπόλαια έως αστεία παράθεση της μαντινάδας, να βγαίνει ορισμένες φορές εκτός ορίων, να γίνεται απαράδεκτη χρήση και κακοποίησή της, και τέλος να χάνεται στο ρυάκι του πουθενά.
   Με εκφράζει πλήρως η επισήμανση του Παντελή Πρεβελάκη από το Νέο Ερωτόκριτο.

      Καθώς τυφλός που γύρισε, της ζητιανιάς το δίσκο, 
      όσα δε θέλω μου ’δωκαν κι όσα ποθώ δε βρίσκω.




3





Επιστρέφω συχνά στην Κρήτη και δε βρίσκω απόκριση καμιά,
πέρα από τους καλά βολεμένους νέους αποίκους της, γιατί για
κατοίκους της έχω γνωρίσει τις ανθρώπινες φυλές που την έχουν
κατακλύσει, και που δεν ξέρεις σε ποια γλώσσα τους έχει μιλήσει. 
Ο χρόνος.

   Ας επανέλθω όμως στης αρχής μου το μετά.
   Μελετώντας το βιβλίο του Αριστείδη Κριάρη, βλέπεις την Κρήτη δυτικά, το βιβλίο της Μαρίας Λιουδάκι σε ταξιδεύει στον κόλπο του Μεραμπέλλου και στην Ιεράπετρα ανατολικά.
   ∆υο Κρήτες συμπτύσσονται σε μία, οι μαντινάδες παγκοίνως γνωστές λειτουργούν σαν αυτόβουλη προτροπή, κι όταν μια μαντινάδα ξεχωρίσει θα ταξιδέψει ελεύθερο πουλί.
   Θα φτάσει από στόμα σε στόμα, στην άκρη της θάλασσας, στην πιο ψηλή κορφή, θα βιγλιστεί με το ηλιοβασίλεμα, με την ανατολή.

   Μα όλα αυτά ξεκινούσαν για να φτάσουν στο σήμερα, ο χρόνος είναι τελικά αυτός που υπερνικά, θεμελιώνει νέες αναλογίες, αριθμεί κανονικά, κι ύστερα φεύγει δεν υπεκφεύγει, σου δείχνει ένα θρύψαλο μονάχα δικό του, ένα που κρύβει όμως τόσα μυστικά, τόσες δειλινές απόσκιερες μέρες που διανύθηκαν επί ματαίω, δημιούργησαν αυτή την ισιάδα του νόστου και χάθηκαν ξαφνικά, ίσως γι’ αυτό ν’ αξίζουνε το μήνυμά τους το τελευταίο.

   Προσπαθείς κι ας μην έχεις γνωρίσει, τα πρώτα νιάτα που έθρεψε η φύση, τις πρώτες εκβολές, όμως γυμνάζει η αίσθηση πάλι, και σου ζητά να σιμώσεις στην άλλη, την όχθη τη γεμάτη υπερβολές.
   Γιατί ένας θρίαμβος ποιητικός εδώ γύρω, σου λέει φθινόπωρο καιρός για να σπείρω, κι αν έχεις εφτάστερο θυμό το χιονιά, σου δείχνει στον ξάστερο ουρανό θημωνιά.
   Κελάρι μαύρο τ’ άγραφο τραγούδι, μιαν αρμαθιά από ξερικό λουλούδι, κρυμμένη εδώ μέσα βλέπεται καιρό, από το χρόνο άγρυπνο φρουρό.
Και πρέπει αυτά τα μήλα σου να ξεκρεμάσεις, δίχως την πρόθεση πως πήγες να περάσεις, ήσουν προορισμένος να κινήσεις για εκεί, την ομηρία σου να κάμεις φυλακή.
Κι αφού δεν έμεινε απόρθητη σημαία, να ’ρθεις κοντά σιμά στην προκυμαία, εκεί μ’ όλο το στόλο σου ν’ αποβιβαστείς. Τις ιδέες.




4














   Ο πρόλογος πάντοτε αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία, καθώς βαδίζεις κι όσο να επικεντρωθείς, προτού στης τέχνης μέσα τα παράγωγα χωθείς.
   Στο ∆αίδαλο αυτό χαμένος, μοιάζεις της ομηρίας σου ταμένος, να βγάλεις το φιρμάνι πριν παραδοθείς. Εσύ ο νικητής, ένας ακόμη ηττημένος.
   Αυτή τη διάσταση μπορεί να λάβει. Το εγχείρημά σου. Που πήγες ως εκεί, στα τρίσβαθα του ονείρου να ορθωθείς.



















5







ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ, “Στο Νήμα Της Ψυχής”




   Η μελωδία στην Κρητική Μούσα είναι μια ακαριαία σύλληψη, που πρέπει να βρει τρόπο να βάλει στην αρμονία του σκοπού τα λόγια, χωρίς περιττές επαναλήψεις και χάσματα. Η μαντινάδα, όπως στην ξιφομαχία, θα βγει σαν προτεταμένο μέλος της ψυχής, και θα γυρίσει στη φωλιά της την ίδια στιγμή, φτάνει ο ελάχιστος χρόνος να σημάνει την αναίρεσή της, η μαντινάδα πρέπει να θέσει την απόφανση ή το αίνιγμά της, κι αστραπιαία να επιστρέψει στο πέτρωμα της σιωπής, αφήνοντας την έκλαμψη του τρόπου που ειπώθηκε, υστερόγραφό της.
   Η μαντινάδα πριν ξεκινήσει τη διαδρομή της, γίνεται σταγόνα στην έκκριση του νου, κι ανέρχεται στο μετωπιαίο κέλυφος έτοιμη ν’ αρθρωθεί, καθώς το πρόσωπο συσπάται κι αφήνεται στο σβήσιμο των ματιών, δεν ξέρεις αν είναι τα χείλη τα μάτια ή και μια κίνηση των χεριών, που συνθέτουν την έξοδό της.
   Όμως η μελωδία διαφέρει από μαντινάδα σε μαντινάδα, το αίσθημα κι η κορύφωση που κλείνει μέσα της η ψυχή, είναι σ’ αδιόρατη στάθμη, άλλοτε χρειάζεται μια σταγόνα για να ξεχειλίσει, κι άλλοτε χάνεται κι η ίδια η έμπνευση, μέσα στη βαρυθυμία και το τέλμα, κι όμως αυτή η αποκάρδιωση θα γεννήσει τον σπινθήρα, που θα ξανακεντήσει το πνεύμα.
   Ποτέ δε βγαίνει στην επιφάνεια, από τύχη και σύμπτωση, σπουδαίος λόγος. Την έμπνευση συνδαυλίζει η έφεση κι η λαχτάρα, που περιγράφει για τους έξοχα μυημένους ο Κορνάρος:

   “...μα ως ρέγομαι να του γροικώ, ήθελα να το μπόρου
   ποιος είναι να το κάτεχα, να τον εσυχνοθώρου,
   γιατί απ’ τα τραγούδια του κι απ’ της αντρειάς τη χάρη

   αυτός θε να ’ναι απαρθινά ψηλού δεντρού κλωνάρι. 
   Γιατί σ’ ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι
   πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύουσι να μπούσι...”


   Μα πάντα πρέπει να ’ναι σώκλειστα, ταπεινά, τα φύλλα της ψυχής, σα να υποδέχονται την περηφάνια τους μ’ ένα απόκρυφο ρίγος, ανομολόγητο, αυτό το ρίγος που θα σηκώσει, το κέλυφος ψηλά της επουράνιας δημιουργίας.






6
















       Γιατί μ’ αυτό που συνορεύει κι από άποψη ιδιοσυστασίας η ψυχή, είναι ο ουρανός.
       Πότε ξάστερος κι ύστερα συννεφιασμένος, άλλοτε πάλι συνεπαρμένος, θα μελωδεί πάντοτε ο ουρανός της ψυχής.
       Και θα λέει, τα λόγια εκείνα που διάλεξαν, πριν απ’ αυτόν οι μούσες. Οι μούσες της ψυχής μας.

       Μη με πληγώσεις έρωτα, τον πόθο μου σεβάσου,
       κι όσο μπορείς πια τρυφερό κάμε το άγγιγμά σου.





















7














ΟΙ ΕΡΩΤΟΠΛΑΣΜΕΝΟΙ




   Ένας έρωτας παιδικός, νεανικός, ασύλητος στ’ ανοιγόκλεισμα των ματιών, σπινθηροκεντημένος όπως έμεινε στα φυλλοκάρδια.
   Ένας έρωτας δραπέτης, φεγγαρολουσμένος της πρώτης νιότης, πριν γίνει ανάσα κι αραιώσει, το ρίγος και θαμπώσει
   Ένας έρωτας κυνηγημένος μέσα στ’ ονείρου τις συστάδες, απόρθητος και μακελάρης, ν’ αλώνεται μες στη σιωπή του.
   Ένας έρωτας κατά τούτο ανεκπλήρωτος, όπως ζει, αν ζει, αλλά ακόμα κι αν έχει πεθάνει, ακόμα κι αν μπορεί να γίνει τέτοιος λόγος.
  Μ’ ακόμα και τότε, κάνοντας λόγο για έναν έρωτα πεθαμένο, δεν έγινε σε μια συγκρατημένη ημερομηνία, αργοπεθαίνει μέσα μας, κρατιέται επάνω μας, πώς θα μπορούσε να ’χουν έρθει τα πράγματα, δεν έπαψε ο νους ν’ αναρωτιέται.
   Κι έπειτα, μια άλλη αίσθηση, όπως ξυπνά αθέατη στις παρυφές του χρόνου, γέρνει την αρωματισμένη θύμηση μονάχα πάνω στην αυγή των θαυμάτων, στο γλυκοχάραμά τους, και διόλου στο πραγματοποιημένο τους εγώ.
   Ας το δεχτούμε λοιπόν κι έτσι. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα απραγματοποίητο θαύμα.
   
Εκείνος καθηγητής που έφυγε, έζησε και σταδιοδρόμησε αλλού. Εκείνη γιατρός στην περιφερειακή πρωτεύουσα του τόπου.
  Παίδιωσαν και χήρεψαν νωρίς, σ’ έναν παράλληλο, πανομοιότυπα μοιραίο, οικογενειακό τρόπο. Χωρίς ίχνος επανασύγκλησης των ματιών.
   Ξανασυναντιόνται στην κωμόπολή τους ύστερα από πενήντα χρόνια, όταν από μια τυχαία σύμπτωση ταξιδεύουν συνεκδρομείς μια μέρα στο Οροπέδιο του Λασιθίου.
   Εκεί, μετά την πρώτη διακρίβωση, είναι άραγε αυτός, είναι άραγε εκείνη, δεν αργεί ν’ αποκαθάρει η αίσθηση, κι αναλαμβάνει δράση η παιδική ματιά στα υστερνά γεφυροπατήματα της μνήμης.
   ... Είχε η κοπελιά χάρη ξεχωριστή κι ομορφιά, μέσα στη γυμνασιακή της ποδιά, μ’ έναν λιγναστράγαλο καλτσοδέτη κι ανάλαφρη περπατησιά, που στόλιζαν ένα ζευγάρι άσπρες ελβιέλες.
   Τα παπούτσια της αντιφέγγιζαν στο χώμα. Ήταν εκείνα που του ξεμάκρυναν τα βήματά της. Τ’ άσπρα παπούτσα.





8







Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Γωνιές





















Ένα ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο...

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΑΠΛΑΤΑΝΟΣ             ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2001








Η βάρδια του τραγουδιστή


ΜΕΡΟΣ 1ο


Η ιστορία ενός τόπου, λένε πως είναι
η μισή του αλήθεια. Η άλλη μισή, είναι
η ζωή του η ανείπωτη, αυτή που σκιάζει
στο χρονοπερπάτημά του ο καιρός.

Έτσι και στην ιστορία των Γωνιών,
κάθε απόπειρα αναψηλάφησης μοιραία
σκοντάφτει στην αθέατη πλευρά
του χρόνου, και στους πρωταγωνιστές
εκείνους που έφυγαν και τους σκέπασε
οριστικά η λήθη.

Μέσα σ’ αυτή την αχλύ του μυστηρίου
της ζωής, που πολλές φορές διογκώνεται
εξωπραγματικά, στην περιοχή του μύθου
λίγο πριν αποσυντεθεί, πρέπει ν’ αναζητηθεί
το μέτρο και το συναισθηματικό άγγιγμα,
που θ’ ανασύρουν και θα καταδείξουν
τη μόνη τελικά αλήθεια, το δημιουργό
της ιστορίας, τον άνθρωπο.


Για τις Γωνιές δεν χρειάζονται
ιδιαίτερα εργαλεία προσέγγισης.
Φτάνει να ’σαι εκεί, όχι από εκεί.
Και το να ’σαι εκεί μπορείς να το πετύχεις
κάθε ώρα και στιγμή, με το γοργοτάξιδο
σκαρί του νου και τα φτερά της ψυχής.
Κι έτσι στην πολυκυματισμένη μας εποχή,
θα βρεις προζύμι Γωνιανό και στην άλλη
άκρη της γης. Φτάνει να θες να ζυμώσεις.

Προσπάθησα να ξαναπλάσω τον άνθρωπο
που σκέπασε η λήθη, και βρέθηκα μπροστά
σ’ έναν τραγουδιστή της νύχτας, ομοτράπεζο
στην καλοδεχτοσύνη των πολλών κι ασυγκέραστο
με τη φθορά, αθάνατο μέσα στις καρδιές. 






2





 Αυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του
ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές”.



Είτε γιατί δεν σταθήκαμε ικανοί
να τον αναπλάσουμε, είτε γιατί χάθηκε
το προζύμι του που ’λεγα προηγούμενα,
ο τραγουδιστής κίνησε των αμαθιών του.
Κίνησε, τρόπος του λέγειν, μάλλον
κλείστηκε στον εαυτό του και κυκλοφορεί
ανάμεσά μας ο σωσίας του,
μια ανθρώπινη παρουσία ανεπαίσθητη.



Σκέφτηκα λοιπόν να ξαναφέρω στο κέντρο
της σκηνής το μόνο άνθρωπο που μπορεί
να συνεγείρει και τους υπόλοιπους, τον τραγουδιστή,
και να κάνω ένα κάλεσμα να ξαναταξιδέψουμε
μαζί του τα ξεφεγγαρώματα του χωριού μας,
και γιατί όχι, να ξανατραγουδήξουμε.



Από τη μια ο τόπος, από την άλλη
οι συνεχιστές του, από τη μια η ιστορία του,
από την άλλη οι σιωπές της.
Κι ανάμεσα η μεγάλη κοσμολιάστρα
του νου, που μπορεί σαν τον καλύτερο
ιχνηλάτη να περιδιαβεί ερημοκοιμισμένους
δρόμους και χαλάσματα,
απ’ τα Καντιδιανά στα Μαρκαταντιανά, κι από τ’ Αρχοντικά,
στην Πούπα, στην Τσιλάστρα, στον Μπίρμανη,
στην Παράγκα, στο Βιγλί.



Για να ξαναφλεγίσει τ’ όνειρο, φτάνοντας
και ποδρασκελώντας μέχρι και την πόρτα
του νεκροταφείου, με την αθάνατη σιωπή,
σκουτελοβαρίσκοντας του καθενούς
ακριβομισεμένου.

“Τέτοια μια νύχτα Γεναριού, αρχοντογυρεμένη,
εξώμεινε η σκέψη μου του φεγγαριού λουσμένη”.




3
















Έτσι το θέλησα μα πως να το πω.
Ο Έρωτας νικά πουλιά νικιέται απ’ ανθρώπους,
και πού θα βρούμε τα φτερά.

Σ’ ένα βαθύ πηγάδι στ’ απόσκιερα νερά του,
μου ’γνεψαν στο φεγγαροβόλημα αρίφνητες μορφές. 
Ενούς ενούς κοιτάζοντας, ξέκρινα τη δική σας. 
Βοηθάτε να μην πλαντάξει τ’ όνειρο.















































4












ΜΕΡΟΣ 2ο


Σε μια γειτονιά πέρασε κάποτε ένας
τραγουδιστής της νύχτας, κι ήτανε όνειρο
η λαλιά που ομόρφαινε τον ύπνο.
Αυτό συνέβαινε κάθε βραδιά, τότε που ζούσαν
ακόμη νεράιδες, κι ασκούσαν τη μαγεία τους
σε πολιορκημένες καρδιές.

Κι ο τραγουδιστής, έλυνε τα μάγια
και τις αλυσίδες, μύστης των ονείρων,
κουρσευτής κι ελευθερωτής, έκλεινε
στο διάβα του τη μικρή σοδειά
της κάθε νυχτιάς, και τ’ αποξημερώματα,
απόσταινε μέσα στους καπνούς, που ’χαν
διάφανες φλόγες τ’ ονειροπόλημα.

Έτσι έζησε το τραγούδι στον άγρυπνο
φρουρό του, που δρασκελούσε τα καλντερίμια
δοκίμαζε τη ρίμα κι έπλεκε στο σκοπό.
Πέρασαν τα χρόνια και μια νύχτα
που δεν ακούστηκε ο τραγουδιστής,
τους βρήκε όλους στο καρτέρι της αναμονής
η αυγή, γυναίκες μ’ ανθισμένες πασχαλιές,
άντρες γλυκαμένους στο σούρουπο,
και κοπελιές με ξέπλεκα μαλλιά,
στο σουραύλι της νύχτας προσευχόμενες.

Ειπώθηκε, για δεν τον είδε κανείς
στο φως της μέρας, πως ο τραγουδιστής
υπέκυψε στα θέλγητρα της τελευταίας του
νύχτας, κι έφυγε μαζί της στα ψηλώματα
καβάλα σ’ ένα άσπρο σύννεφο.

Έζησαν με δίχως τραγούδι και με θολή
αναπόληση, τις μέρες της πικρής
εγκαρτέρησης, μιας ζωής ενός άνισου



5

















τρόπου, με το μόχθο στεφάνι και ύπνο
ασυντρόφιαστου πάθους.

Μόνο στις βεγγέρες ξεσηκωνόταν
οι θύμησες, είχανε πάρει ένα δρόμο ιερό

τα βήματά του και τις τραβούσαν,
μνήμες και πάθη, χρώματα και φεγγάρια,
στ’ άρωμα του γιασεμιού.

Ξανά στον ίδιο τόπο, τριμμένο
θυμάρι, μια κοιμηθιά που σωπαίνει,
στου λυχναριού του τη φλόγα, τ’ άφιλο τώρα σπίτι,

μια κατοικιά αραχνοσπαρμένη.

Εδώ που ζήσαμε με σπασμένους φεγγίτες
καταντίκρυ στον ήλιο, σαν τα φαλκόνια
σκίζοντας τις ανηφοριές οι αέρηδες,
μια πεζούλα στ’ ακρόριζο, με χώμα

από το διάσελο και τ’ αποστραγγιστίρι.

Με τις στέρνες του ανεμοσκορπισμένες
και τα πηγάδια το πρόσαργο στην αφύτευτη

Λίμνη, δίχως γεράνια κι αντένες.

Εκεί που δεν αντάμωσαν στις φυλλωσιές
του χρόνου, της λησμονιάς τους το νερό,
φλόμοι και κυπαρίσσια.

Κι επιμένουν αδιάκοπα κουκουβάγιες
και γρύλοι, στην αδιάλειπτη ώρα, να σημαίνουν

αράγιστη νιότη, στης αυλακιάς το μέγα χάσμα.
Με τη χάρη του τραγουδιστή που μας απέλειπε.














6



















ΜΕΡΟΣ 3ο




Σε μια βαρυχειμωνιά του Γενάρη,
βρήκανε χνάρια που ξεμακραίνανε
σ’ ασυνόρευτη κόχη, κι αφού κοντοσταθήκανε

στο Μασκάλι τ’ Ανεμόμυλου, έσβηνε
η κοπαριά σαν αόρατο ζάλο.


Είπανε πως ξανάρθε, πως δεν μπορούσε
παρά να ξαναρθεί, και πιάσαν καραούλι
οι λίγοι αποξεχασμένοι, του τραγουδιού
βιγλάτορες, προσμένοντας
έναν απόκληρο ίσκιο.

Θα ’χε κι εκείνος της νοσταλγίας
τη χορδή του τανυσμένη. Όπου κι αν είχε

κατοικήσει, θα ’πρεπε απόψε να γυρίσει,
μ’ ένα κλωνί βασιλικού στην καρδιά
του χειμώνα, πρώιμη άνοιξη
παράφορα εκδηλωμένη.


“όπως και να ’τανε, έπρεπε να τρίξει
πάλι η πόρτα, ας ήταν κι απ’ τον άνεμο”.

∆εν ήρθε. Με τα χιόνια κρουστάλλωσε
η επιθυμία στο στοιχειωμένο δάσος,
βγήκαν στα μεσοδόκια οι βαθιές τους
ρωγμές, και ξεκίνησαν το μεγάλο ταξίδι
της επιστροφής στο χώμα.

Πέταξαν κέντρουλα τα πεσμένα
δώματα, λουλουδιάσανε τα πεζούλια
και φέξανε στους πυρομάχους
ένα προσάναμμα αστέρια.


Πήρε ο βοριάς τη χόβολη
ασπροσυναντημένη, κι έβαψε 
της Παναγιάς την Εκκλησιά,





7















με το κουκουνάρι του ψαλμού
και τη δοξαριά ατέλειωτου γάμου.

Μύρισαν οι μήνες γλυκό κυδώνι
και ξινόχοντρο, μ’ ένα σοφρά κιοφτέρια
και συκοπιταρίδες ήρθανε
σμήνη τ’ αγριοπερίστερα.

Άφαντη νιότη ανεμανταριασμένη,
χτίστρα και ξεθεμελιώτρα, σε πήρανε
στο ξάγναντο της αστραπής κουρσάροι.





















8















ΜΕΡΟΣ 4ο


Σ’ αυτό τον ακούρσευτο λόφο, χαΐνηδες
πρόγονοι, ξετρέξανε το κουτσουναρισμένο
γένι του τράγου, και χτίσανε την αετοφωλιά
δίπλα στου βράχου την πηγή.

Εδώ ξανασμίγουνε, στης φαντασίας
το έπακρο, φωνές και προσκαλέσματα,
γέλια και μοιρολόγια.

Στ’ Αρχοντικά παινέματα, στην πέρα
βρύση χιόνι, το πετρωμένο σου νερό
Αρχοντοκρουσταλλένια.

Γέννημα του Πενταχεριού, του Γιαματά
ματσάρι, κι είναι τσ’ αυγής τ’ αθόγαλο
αραγοξινισμένο.

Της Αγγουρίδας μάραθα, πέρδικες
τ’ Αβδελιάρη, όρθιες χυτές σαν κοπελιές,
της Κολενιάς δρυγιάδες.

Στο μεταξύ εκείνος που λατρεύτηκε,
άρχισε να παλιώνει στη θύμηση,
όσο κι ο χρόνος της απουσίας του.

Την προσμονή διαδέχτηκε το χρόνιο πένθος,
για “εκείνους που πεθάναν
ή εκείνους που είναι για μας χαμένοι
σαν τους πεθαμένους”.

Φύγαν τα πρώτα φεγγάρια, μια γερτή
επιθυμία κάτω πέρα σταλάσσει,
σ’ ανεξύπνητο τόπο που ολοένα πληθαίνει,
οχυρό κοιμητήρι.






9













Εκεί ξαποσταίνει του αλύτρωτου
κόρφου η μοναχοκόρη, με δυο μανουάλια
όρθια κεριά της σταύρωσης.
Έφυγε με το δικό του καημό,
και την κρυφή λαχτάρα τ’ ανεξαργύρωτου
πόθου, μα πιο πολύ με την προσμονή
του μισοτελειωμένου τραγουδιού.

Σπαράσσουν οι θύελλες, γλείφουν οι φλόγες
το βράχο, βγαίνει απ’ τη χιλιοχρονίτικη
τρύπα η νυχτερίδα, βασίλισσα κι αφέντρα,
νυχτοπερπατολόϊσσα των ερειπίων.
Ο ξαφνικός του μισεμός, σαν τον χλωρό
Απλάτανο που του κιτρίνισαν τα φύλλα,
έδεσε κόμπους κόμπους το βαροκάρδισμα,
κι άφησε να μαραίνονται τα μέσα φύλλα,
εκείνα που δε βρέχονται στ’ αποψιχάλισμα.

Μα δεν επόμεινε καιρός ούτε κι ανθρώπου θρήνος.

Οι περισσότεροι συγχωριανοί μισέψανε,
ταγμένοι σ’ άλλες πολιτείες, όπου ριζώσανε
και φιλιωθήκανε όχι πρόσκαιρα με τον ξεριζωμό.
∆εν είναι τόσο που αλλαξοκηπήσανε,
όσο που μερικοί αλλαξοπιστήσανε.

Αυτός τουλάχιστον πρόλαβε κι έφυγε πρώτος.
Είχε διαβλέψει του χρόνου τις επιβουλές,
κι αυτό κάπως τον παρηγορούσε.

Έτσι όπως διασώθηκε σε μια στιγμή
αιωνιότητας παραδομένος, αισθάνθηκε
τη βαθιά του καταβολή, την ανεξάντλητα
ριζωμένη, σ’ εκείνο το μικρό κι απότομο βράχο.

Όχι δεν αποξεχάστηκε μονομιάς.




10











Μα πάει καιρός που δε γίνεται πια λόγος,
για το τραγούδι του και τη φυγή του.

∆εν τόνε ξεριζώσανε μονοκοπανιάς
απ’ την ψυχή τους. Μ’ αυτός παιδί μου
το ’καμε εξεπίτηδες, ξαργότου, είπε η γριά
στην εγγονή, σαν το ’φερε η αθιβολή.

Εμίσεψε για να χαθεί, για να μη δει
τον αφανισμό του χωριού του.
Ήτανε κάτι που δεν εμπόριε
να ποδειναστεί. Κι έφυγε πέρα.



11





















ΜΕΡΟΣ 5ο


Ο τραγουδιστής έζησε

και πέρασε σαν τον κυνηγό. 

Ακολούθησε τ’ αποδημητικά
πουλιά στο πέρασμά τους. 

Όπου ξημέρωνε άνοιξη,
ξαναλαχτάριζε τον ερχομό της.

Το πάθος του στερνιασμένο
στράγγιζε σ’ ένα αρόλιθο,
που ’χε σμιλέψει στο κορμί.

Ήτανε όλο του το είναι μια καταπακτή.

Στο γεφύρι του πόθου, εκεί κρυμμένο,
το κράτησε ηλιόχαρη μέρα.

Άλλος δε γνώρισε το μυστικό καταγώγι,

άλλος από την επιθυμία που το κατοίκησε.

Χρόνια και χρόνια, ο τραγουδιστής
συχνά επέστρεφε μ’ αρωματισμένη θύμηση.


Έφυγε ξαφνικά και απρόσμενα,
για να μπορέσει να διασώσει μέσα του

και στους άλλους, “τη νοσταλγία της απουσίας”.



Παράτεινε το μύθο του πέρα
απ’ το βιολογικό του τέλος,

σπέρνοντας τα γιατί της αναπάντεχης φυγής.



Μόλο που γνώριζε την δική του προσήλωση
στην πατρογονική γη, ήθελε ν’ αλλαξοτοπίσει
και μοναχός να περιπλανηθεί,
για να ξαναγυρίσει μια μέρα αγνώριστος,









12

















σα να ’χε ξαναγεννηθεί.

Τη χρωστούσε αυτή την αθανασία στον εαυτό του.



Κι έπειτα, αφού θα τέλειωνε μια μέρα
το συναξάρι του βίου του, και πριν ο τόπος του

ερημωθεί, θα ’χε ξανακατοικηθεί εντός του,

δηλαδή, θα ’χε μια για πάντα μέσα του διασωθεί.



Έτσι νοερά επέστρεφε, μ’ αυτές τις σκέψεις.




















13















ΜΕΡΟΣ 6ο

Γωνιές, απρόσμενη επιστροφή.

Υπάρχουν αγύρευτοι τόποι,
σταμάτησες πριν το λιμάνι,
ο νόστος να μην ξεθυμάνει,
στου νου το λιοτρόπι.

Γυρίζουν οι φάλαγγες πίσω,
είν’ οι ταξιδευτές αποσταμένοι,
ζωή σε μια θάλασσα ξένη,
προτού χαραμίσω.

Αλέθει ο μύλος στο ρυάκι,
ζυγώνει ο καιρός στη φαρέτρα,
τα βήματα σήκω και μέτρα,
που φτάνεις στο Θιάκι.




















14















ΜΕΡΟΣ 7ο


Τώρα που σβήνουνε και τρεμοπαίζουνε
τα λιγοστά του φώτα, τώρα στο λυκόφως

τ’ αποχαιρετισμού, ήρθε και σήμανε η ώρα

της δικής του επιστροφής.



Γύρισε ο πολυπλανεμένος
μ’ ένα χλαμύδισμα αστροφεγγιάς,

γερτός μα στέρεος, για τη στερνή του

γονυκλισιά στην αμόλευτη γη.



Ξαναπάτησε παπαρούνες και άνθια,
περασμένα στο σύγκρυο της μονοπρόσχαρης
αλησμονησιάς, κι είδε το ξεκληρισμένο δέος
των γυμνών ερειπίων.

Τότε κοντοστάθηκε στην παλιά γούρνα
και προσευχήθηκε στο τρεχούμενο νερό,
λυπημένο στην αλύγιστη νιότη του.


Πλύθηκε πριν τη χαραυγή. Μαλλιά,
μέτωπο, μάτια, στράγγισαν όλα στο ψαρό του γένι,

ένα ανάνθισμα απ’ το τίναγμα του τράγου,

οι στάλες απ’ το αίμα του σβάρνισαν το χώμα.



∆εν είχε δάκρυα, δεν είχε πόνο, ένα στα τόσα
πλατανόφυλλα κι αυτός σημάδεψε την πτώση του. 
Τον έδρεψε ένα αεράκι της αυγής.

Η μνήμη του σώπασε. Το πεσμένο κουφάρι
βούλιαξε στο χώμα. Το ρούφηξαν οι λόχμες
και τα σταμναγκάθια, το κράτησαν οι θύμοι
κι οι βουνοκορφές.


Πέρα μακριά, στον ασύνορο ορίζοντα,
το ξεσπιτωμένο συγγενολόι των συγκαιρινών του,

συγκατάνευσε στη γαλήνη και στην οριστική του σιωπή.









15
















ΜΕΡΟΣ 8ο

Του δειλινού
χλομιάζουν
οι μύθοι,

αγριοκαίρι,

πίκρα θανάτου,

οι γρύλοι

σωπαίνουν

του βάλτου,
πριν να χαράξει
η λήθη.

Το έρμο
θεριό,

διπλαμπαρώθηκε

στου κλώνου

τη διχάλα,
το θρόισμα
μας ξύπνησε
μεγάλα,
τα πάθη σου

χωριό.




























16








ΜΕΡΟΣ 9ο  Οι μαντινάδες του τραγουδιστή

Μπορώ στ ́ αλήθεια να πετώ, κι όπου πηγαίνεις να ’μαι,
γιατί με κάνει ο έρωτας και δεν αγγίζω χάμε.

Είχε το κόκκινο κρασί, νερό για να το πίνει,
κι αλλού να βάνει μια φωθιά κι αλλού να τήνε σβήνει.

Ψάχνω δύο λόγια να σου πω, μα η γλώσσα μου μπερδένει,
κι η εμιλιά μου πνίγεται στα χείλη οντέ βγαίνει.

Έχεις στα χείλη τη δροσιά, στα βλέφαρα την άρμη,
κι είσαι γοργόφτερο πουλί και ποιος θα σε προκάμει.

Άσπρη κορδέλα στα μαλλιά, και κόκκινο φουλάρι,
μην το στολίζεις το κορμί μα φτάνει ντου η χάρη

∆ε σου ζητώ να μου το πεις, να μου το δείχνεις θέλω,

πως μ’ έχουνε τα μάτια σου στη θέση των αγγέλω.

Το μάτι ψάχνει να σε βρει, να σε ξεμοναχιάσει,
για δε θα ξαναγεννηθεί άλλη που να σου μοιάσει.

Εξώμεινε ο νους μου αλλού, δεν έχει και φεγγάρι,
και θέλει για να τόνε βρει άνθρωπο κατεχάρη.

Πετώ σα βρίσκω τη χαρά, το ’να φτερό δικό μου,
και μπαίνει ενέχυρο η καρδιά να βρω το δανεικό μου.

Μέσα στο στήθος δύο καρδιές, αντικριστά χτυπούνε,
η μια ’ναι η κανονική μα τσ’ αλλινής φρουκούμαι.

Πέφτει το φως των αμαθιώ, σαν αντηλιά θαμπώνει,
κι απάνω π’ αναντράνισε το βλέμμα χαμηλώνει.

Παίρνω τη στράτα να διαβώ, μα δεν κλουθά το ζάλο,
για δεν ορίζω το κορμί που σου θυμάται κι άλλο.





17






















Πώς να σου πω το σ’ αγαπώ, που ’ναι στα λόγια λίγο,
μα εγώ το βάσταξα πολύ στα δόντια να το σφίγγω.

∆εν ήθελα να σ’ αγαπώ, μα η αγάπη δε λογιάζει,
αλλού πάνε τα ζάλα μου κι αλλιώς μου τα ταιριάζει.


Στον έρωτά σου προσκυνώ, σ’ άλλο θεό δε μνόγω,
κι ούτε φρουκούμαι σ’ ό,τι δω μα στην καρδιά ντελόγο.



Είχε έναν ήλιο στα μαλλιά, το πρόσωπο φεγγάρι,
κι εθάμπωσέ σε κι έσφαλες ερωτοκυνηγάρη.


∆ίχως ελπίδα και χαρά, μ’ ένα καημό μονάχα,
θα ζω ’γω και θα σκέφτομαι ίντα ’μουνε κι ίντα ’χα.



Έχω ένα χρόνο να σε δω, κι η πεθυμιά ’ναι τόση,
που δεν κατέχω κάθ’ αργά ανέ μου ξημερώσει.

Μύρισε πάλι η άνοιξη, μα δεν ξεμπουμπουκιάζει,
γιατί πενθεί έναν έρωτα η μέρα όταν χαράζει.

Ο έρωτας με πλάνεψε, στα όνειρά μου μέσα,
κι εδά γυρίζω και ρωτώ γιάντα δεν είχε μπέσα.

Πάλι χαράζει μιαν αυγή, μια μέρα ξημερώνει,
κι ένα ψιχάλι τη χαρά δε μου τήνε λιγώνει.

Κρίνε μου που ’σαι στο βολβό, κι η άνοιξη σε θρέφει,
εγώ σε ξεχειμώνιασα με τ’ ουρανού τα νέφη.

Εγώ ’μαι που σε πότιζα, αρισμαριού κλωνάρι,
κι εδά σκορπίζεις τον ανθό σε κάθε περασάρη.

Περνώ κι αφήνω να φανεί, το χνάρι μου στο χιόνι,
που πέτρωσ’ η αγάπη μας κι άνοιξη δεν το λιώνει.

Το ξέρεις πως σ’ αγάπησα, κι είναι πικρό για μένα,
να μην μπορώ να τα χαρώ τα κάλλη σου ανθισμένα.




18















Απ’ όταν εχωρίσαμε, δεν άκουσα να λένε,
φως μου τα μάτια σου τα δυο σαν τα δικά μου αν κλαίνε.



Ανάμεσα σε δυο κακές, δίχως καλή στη μέση,
πώς θα συβάσω την καρδιά για να σου συγχωρέσει.



Το σ’ αγαπώ μα δε μπορεί, κι εκείνο θα τελειώσει,
αφού η καρδιά σου εστέρεψε αγάπη για να δώσει.


Ένα κλωνί βασιλικού, στ’ αυτί μου μαραμένο,
κι αυτό σημάδι του καιρού που μοναχός διαβαίνω.



Είδα σε κι ετρουλάφθιασες, σαν το λαγό στο χιόνι,
σύρε μικρή μου στο καλό μ’ αλλού σου ξημερώνει


Είν’ άγριος ο ποταμός, μα ’χει που και χαράκι,
και τον περνώ σαν το λαγό που κυνηγούν στο γλάκι.



Με τον καιρό οι κόποι μου, θα κάμουνε βεντέμα,
και θα σου πάρω την καρδιά μ’ ένα μονάχα βλέμμα.



Πισωστρατίζουν οι χαρές, όπου και να με δούνε,
και δεν εκάτσανε ποτέ το λόγο να μου πούνε.

Με ρόδα και με γιασεμιά, τις νύχτες μου ποβγάνω,
και μου ροδίζει μιαν αυγή μα τ’ όνειρο το χάνω.

Βαθιά ’ταν η λαβωματιά, και μ’ άφησε σημάδι,
γιατί δεν μου τη γιάτρεψε τσ’ αγάπης σου το χάδι.

Ο χωρισμός με πλήγωσε, κι όμως δε σου ’πα λέξη,
και πέτρωσα το δάκρυ μου να μη σφαρά και τρέξει.

Ανθρώπινη κακομοιριά, εκέντησε το Ρνίδι,
και μου ’καψε μιαν αγκαλιά από το Βελανίδι.


Άχι και γιάντα να σε δω, στο παραθύρι απόξω,
και να ’σαι βιόλα δροσερή που δεν μπορώ να κόψω.









19













Να ’ταν το σύννεφο φτερό, να πιάσω από μια άκρη,
και καταρράχτης να γενεί του πόνου μου το δάκρυ.

Έβγαλε ο έρωτας κλαδιά, κι ενίμενα ν’ ανθίσει,
πριν το παντέρμο ριζικό κι αυτά να τα μαδήσει.

Όμορφη που ’ναι η Κάλυβος, όμορφη που ’ναι η Πούπα,
Γωνιανοπούλα το σκοπό εξέχασες που σου ’πα.

Σαν το ματσάρι καρτερώ, τ’ αλλαξοκαίριασμά σου,
που θα σε φέρει μιαν αυγή να ξαναζώ κοντά σου.

Τριγύρω μου βασιλικοί, ανθούνε γλάστρα γλάστρα,
μα μένα μένει ορφανή του κήπου μου η φωλιάστρα.

Εγώ θα πάρω τον καημό, να μη σε φέρει βόλτα,
τώρα που βγαίνουν στον ανθό τα ρόδα σου τα πρώτα.

Είκοσι κι ένα τα φτερά, στους ώμους σου δεμένα,
άχι και να με παίρνανε στους ουρανούς κι εμένα.

Αυγή γυρίζω σκοτεινή, μ’ εχθρό μου το φεγγάρι,
που δε μου φέγγει για να βρω έρμης αγάπης χνάρι.

Παρακαλώ σε μην ξεχνάς, όσα κι εγώ θυμούμαι,
γιατί χιλιοπικραίνομαι στη λησμονιά να μπούμε.

Λένε αν είναι αληθινή, η αγάπη δεν πεθαίνει,
μα και στον τάφο σαν θα μπει ανεβοκατεβαίνει.

Τα μονοπάτια του χωριού, γενήκαν όλα δρόμοι,
για να περάσει η ερημιά με δίχως μια συγνώμη.

Ήτανε φαίνεται γραφτό, κι αυτό να το περάσω,
πουλί η χαρά μου να χαθεί πριν να τη μεταπιάσω.

Κλείνω τις στράτες του μυαλού, την εμπασά του χρόνου,
μα μένει αφύλαχτο τ’ αρμί, τσ’ αποβολής του πόνου.




20


















Ανάθεμά σε λογισμέ, κι εσύ παντέρμε χρόνε,
και γιάντα με γιαγιέρνετε στις έγνοιες που με τρώνε.



Γυροτραφίζω τη χαρά, θεμέλιο δεν τη σταίνει,
γιατί το ρυάκι του καιρού σαφή μου τη λιγαίνει.

∆εν μ’ αδικήσανε οι καιροί, κι οι χρόνοι περισσένε,
μόνο που φθινοπώριασε και τα πουλιά μισένε.

Κατέχω το πως δε μπορεί, ο πόνος μου να γιάνει,
κι όσο βαστάξω του καημού θα σύρνω το γεράνι.


Λίγο τον έχω τον καιρό, κι αδύναμα τα μέλη,
και να σε φτάξω δε μπορώ που να ντιδείρω θέλει.



Περνά και φεύγει μου ο καιρός, και καταλεί τη νιότη,
άχι και ν’ ανατρίχιαζα σαν τη φορά την πρώτη.

Όλα μου τα ’φθειρε η ζωή, και μου τα βάφει γκρίζα,
σαν το κουφάρι του δεντρού που του σαπίζει η ρίζα.

Η νύχτα πέφτει σκοτεινή, κι η σκοτεινιά με βρίσκει,
στου Άδη το κατώφιλιο με το κορμί κανίσκι.


Η γη σκεπάζει το κορμί, κι η νύχτα το πλακώνει,
κι ενούς μου φίλου γκαρδιακού δεν ξαναξημερώνει.



Ψηλά στους ουρανούς που πας, βουλιάζει ένα αστέρι,
κι είναι του απομισεμού το άσκημο χαμπέρι.

Με τα δικά σου τα φτερά, θα ’χα κι εγώ προφτάσει,
να πέρναγα τα πέλαγα να ξαναμπώ στα δάση.

Γυρίζω πίσω να σε βρω, στου χρόνου μου τη μέση,
μα ποιος να το περίμενε τέτοιο δεντρί να πέσει.





21